λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
σόλων — Αθηναίος νομοθέτης (γύρω στα 640 γύρω στα 560 π.Χ.). Ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Κοδριδών και κατατάσσεται μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή σ’ ένα μικρό κύκλο εκλεκτών αντρών, που χρησίμευαν στους αρχαίους ως πρότυπα… … Dictionary of Greek
Αντίγονος — I Όνομα τριών Μακεδόνων βασιλιάδων. 1. Α. ο επιλεγόμενος ΜονόφθαλμοςΚύκλωψ (381 – 301 π.Χ.). Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ίδρυσε τη λεγόμενη δυναστεία των Αντιγονιδών στην παλιά σατραπεία της Μεγάλης Φρυγίας, της Παμφυλίας και της Λυκίας … Dictionary of Greek
Εριφύλη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ταλαού ή του Ίφιος, αδελφή του βασιλιά του Άργους Αδράστου και σύζυγος του Αμφιαράου. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, όπως τη μετέδωσε ο Πίνδαρος, η Ε. πήρε από τον Άδραστο ως δώρο ένα χρυσό περιδέραιο για να… … Dictionary of Greek
Οικονόμου, Αντώνιος — (; – 1821). Υδραίος πλοίαρχος και πρωτεργάτης της Επανάστασης στο νησί του. Λίγο πριν από την έναρξη της Επανάστασης, το μικρό ιστιοφόρο του ναυάγησε έξω από το Γιβραλτάρ και αναγκάστηκε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να βρει πιστωτές και να… … Dictionary of Greek
Παβλόφ, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ριαζάν 1849 – Μόσχα 1936). Ρώσος φυσιολόγος. Ήταν γιος παπά και σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του. Επηρεάστηκε από τον επαναστατικό φιλελευθερισμό των Ρώσων διανοουμένων της εποχής του κατά της παραδοσιακής παιδείας και απέκτησε… … Dictionary of Greek
Τέκελι, Έμεριχ κόμης — (Tököly, 1656 – 1705). Ούγγρος ευγενής, Σέρβος στην καταγωγή, ο οποίος επαναστάτησε κατά της γερμανικής κυριαρχίας και συμπολέμησε ως σύμμαχος των Τούρκων. Γεννήθηκε στην Ουγγαρία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος είχε προγραφεί επειδή… … Dictionary of Greek